Καλλίπολη

Καλλίπολη
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 484 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 24 χλμ. Α της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενηίδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καλλίπολη — η πόλη της Θράκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέμπο, Σοφία — (Καλλίπολη Θράκης 1910 – Αθήνα 1978).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας και ηθοποιού Σοφίας Μπέμπου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της το 1919 στον Βόλο. Πρωτοεμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη και, πολύ σύντομα, επιβλήθηκε στο ευρύ κοινό με… …   Dictionary of Greek

  • Δαρδανέλια — (τουρκ. Canakkale Boazi, Τσανάκαλε). Ονομασία που επικράτησε διεθνώς για τον Ελλήσποντο των αρχαίων Ελλήνων, το στενό δηλαδή χωρίζει τη Θράκη από τη Μικρά Ασία. Αυτό το θαλάσσιο στενό που έχει πλάτος από 3 έως 10 χλμ. και βάθος που κυμαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… …   Wikipedia

  • Topónimos griegos — Anexo:Topónimos griegos Saltar a navegación, búsqueda Esta es una lista de topónimos griegos tradicionales, es decir, una lista de topónimos que existen en griego. Esto incluye: Lugares que tuvieron protagonismo en la historia de la cultura… …   Wikipedia Español

  • Anexo:Topónimos griegos — En este artículo se detectó el siguiente problema: Carece de fuentes o referencias que aparezcan en una fuente acreditada. Por favor, edítalo para mejorarlo, o d …   Wikipedia Español

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γουίαρ, Πίτερ — (Peter Weir, Σίδνεϊ 1944 –). Αυστραλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Η επαγγελματική του δράση ξεκίνησε το 1974· ακολούθησε μια σειρά ταινιών που τον έκαναν γνωστό και εκτός Αυστραλίας: Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων (1975), Το τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • Δεφλόρ, Ρογήρος — (13ος αι.). Αρχηγός του μισθοφορικού σώματος της Καταλανικής Εταιρείας, η οποία προσκλήθηκε από τους Βυζαντινούς με σκοπό να καταπολεμήσει τους Τούρκους που λεηλατούσαν τη Μικρά Ασία. Ήταν γιος Γερμανού ευπατρίδη. Ως κυβερνήτης σε σκάφος, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”